λυσσ(ι)άρικος
Смотреть что такое "λυσσ(ι)άρικος" в других словарях:
νηστικάρικος — νηστικάρικος, η, ον (Μ) νηστήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηστικός + κατάλ. άρικος (πρβλ. λυσσ άρικος)] … Dictionary of Greek
νηστικάρικος — νηστικάρικος, η, ον (Μ) νηστήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηστικός + κατάλ. άρικος (πρβλ. λυσσ άρικος)] … Dictionary of Greek